Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2016

ΤΑ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ


    Αναπόσπαστο κομμάτι της Τρικαλινής φυσιογνωμίας είναι και τα επαγγέλματα που ασκούσαν για αιώνες ολόκληρους οι Τρικαλινοί. Ακόμα κι αν έχουν σιγά-σιγά εκτοπιστεί, τα επαγγέλματα αυτά αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της Τρικαλινής παραδοσιακής κληρονομιάς και της ιστορίας του τόπου.
     Η τεχνολογική πρόοδος προκάλεσε αλματώδεις αλλαγές στη ζωή του ανθρώπου και στον πολιτισμό.  Αλλαγές στην εργασία του, στη διασκέδαση, στην ενημέρωση, στις μεταφορές, στην εκπαίδευση, στη διατροφή του. Έτσι παραδοσιακές ασχολίες και επαγγέλματα χάθηκαν ή άλλαξαν μορφή.
    Η κρίση που αντιμετωπίζουν στις μέρες μας τα περισσότερα από τα παραδοσιακά επαγγέλματα, είναι συνάρτηση της εξέλιξης των οικονομικών δομών και των κοινωνικών σχέσεων. Η έλλειψη ενδιαφέροντος, των αναγκών που τα δημιούργησαν, αλλά και η κυκλοφορία τυποποιημένων προϊόντων είναι μερικοί από τους λόγους που οδήγησαν στην εξαφάνιση των παραδοσιακών επαγγελμάτων.
        Εδώ ως αντιστάθμισμα στο σύγχρονο τρόπο ζωής, γίνεται μια παρουσίαση ορισμένων επαγγελματιών ενδεικτικά με στόχο τη μελέτη του παραδοσιακού πολιτισμού, την αναβίωση τεχνικών του παρελθόντος, τη διάσωση και διαφύλαξη της παραδοσιακής κληρονομιάς.

Ο Καλαμποκάς με το πηδαλιούχο τρίκυκλο και την φουφού.



Ο σιδεράς, ήταν ο τεχνίτης που κατασκεύαζε στο αμόνι σιδερένια εργαλεία, όπως αξίνες (κασμάδες), τσάπες, τσεκούρια, δρεπάνια, σφυριά, βαριές, αλλά και διάφορα σιδερένια εξαρτήματα όπως καρφιά, μασιές, μεντεσέδες, κουδούνια κλπ.
Την τέχνη του σιδερά απαιτούσε μεγάλη εμπειρία, αλλά και οργανωμένο εργαστήριο.

  Τα κουδούνια που βάζουν οι κτηνοτρόφοι στα πρόβατα έχουν διάφορα μεγέθη ανάλογα με την ηλικία του ζώου, αλλά και την εποχή. Το καλοκαίρι τα κουδούνια είναι πιο μικρά. Όλα τα κουδούνια μετά την πάροδο κάποιων χρόνων χρειάζονται ανανέωση ή επισκευή, για να γίνει πάλι αρμονικός ο ήχος τους.

Ο ψαράς με το ριχτάρι, στο ποτάμι.



Ο υπαίθριος μπουγατσάς με το πηδαλιούχο τρίκυκλο


Ο παγωτατζής με το άσπρο καπελάκι και την άσπρη ποδιά του ήταν γραφικός, ευχάριστος, και ο πιο αγαπημένος πλανόδιος μικροπωλητής για τα παιδιά.
  Με το τρίτροχο ποδήλατο ή το μηχανοκίνητο καροτσάκι έκανε την εμφάνισή του στα συνηθησμένα στέκια, και διαλαλούσε το παγωτό του, στα δημοτικά σχολεία, στις εκκλησίες τις κυριακές και τις γιορτές, στους γάμους και στα πανηγύρια, στις πλατείες, στα παζάρια, στις εκδρομές, στους ποδοσφαιρικούς αγώνες και όπου αλλού σύχναζε πολύς κόσμος.
  Μέσα στην καλοκαιριάτικη λαύρα ξαφνικά η φωνή του παγωτατζή ακούγονταν δροσιστική.
   "Ο παγωτατζής!!! Στο ξυλάκι το'χω!!! Φρέσκα παγωτά!!!"


Ο παγωτατζής με την άσπρη ζακέτα και το άσπρο κασκέτο, εμφανίζονταν σαν θεόσταλτος για τα μικρά παιδιά.
  Το καροτσάκι του ήταν σωστό κομψοτέχνημα, με ωραίο σκέπαστρο, με τις παραστατικές λαϊκές ζωγραφιές και τις φωτογραφίες που κοσμούσαν τις πλευρές τους.
  Τα ειδικά πηδαλιούχα τρίκυκλα ήταν κατασκευασμένα έτσι ώστε εσωτερικά να υπάρχει ο κάδος του υλικού και περιμετρικά να δημιουργείται ένας ψυκτικός θάλαμος με πάγο.
    Στον εσωτερικό κάδο τοποθετούνταν τα απαραίτητα υλικά, όπως γάλα, σαλέπι, νεσεστέ και βανίλια και στη συνέχεια άρχιζε η περιστροφή του κάδου, αργά στην αρχή, αφού πρώτα τον σκέπαζε με ένα καπάκι για αρκετή ώρα μέχρι να πήξει το παγωτό. Τότε ο παγωτατζής έφτιαχνε ο ίδιος τα παγωτά του.
   Από το Πάσχα μέχρι το φθινόπωρο ήταν η καταναλωτική περίοδος. Από το Πάσχα μέχρι το φθινόπωρο ήταν η χαρά των παιδιών.


Ο Βαρελάς ήταν τεχνίτης, ειδικός στην κατασκευή βαρελόσχημων και σκαφοειδών σκευών, που τα κατασκεύαζαν από ξύλο καστανιάς ή δρυός. Το ξύλο περνούσε από ειδική επεξεργασία και μετά το έκοβαν σε λεπτές σανίδες, που βρέχανε για να παίρνουν εύκολα την κατάλληλη κλίση. Κατόπιν περνούσαν τα στεφάνια, τα χτυπούσαν με το ματσακόνι για να σφίξουν καλά και μετά τοποθετούσαν τους δυο επίπεδους πυθμένες. Εκτός από την κατασκευή ενός βαρελιού, ο βαρελάς έκανε και διάφορες επισκευές. Επειδή το ξύλο είναι ζωντανός οργανισμός τα βαρέλια παρουσίαζαν κατά καιρούς διάφορα προβλήματα όπως:
     -Το σκέβρωμα στις δούγες, όπου τις πλάνιζαν να τις φέρουν στο ίσιο τους.
 -Το σπάσιμο της δούγας, την οποία την αντικαθιστούσαν με άλλη.
    -Το κάψιμο του βαρελιού. Γίνεται για την αποστείρωση - απολύμανση του βαρελιού.


Ο Λούστρος, Όλο του το μαγαζί ένα κασελάκι μπροστά του, αληθινό κομψοτέχνημα, και γύρω του να κρέμονται οι βούρτσες και τα βερνίκια με τα διάφορα χρώματα, κάθονταν σ' ένα χαμηλό σκαμνάκι, και περίμενε τον πελάτη. Άλλες φορές να κυνηγάει το μεροκάματο στα πολυσύχναστα σημεία της αγοράς ή να κάνει πιάτσα κάπου στην κεντρική πλατεία.
   Τις ρυθμικές κινήσεις που έκανε με τις βούρτσες κατά το βάψιμο των παπουτσιών καθώς και τις δεξιοτεχνικές στροφές στον αέρα θα τις ζήλευαν και οι καλύτεροι ζογκλέρ.


Ο Ράφτης :  Η ραπτική και η υφαντουργία ήταν οικιακές ασχολίες, ιδιαίτερα των γυναικών που έφτιαχναν τα βασικά είδη ρουχισμού. Όμως υπήρχαν και πολλοί επαγγελματίες ράπτες που ειδικεύονταν στην κατασκευή συγκεκριμένων ειδών εγχώριων ενδυμάτων.
  Σήμερα υπάρχουν πολύ λίγοι ράπτες και μοδίστρες, εφόσον έχει επικρατήσει παντού το έτοιμο βιομηχανοποιημένο ρούχο.


Ο Κουρέας (Μπαρμπέρης) : Η περιποίηση των μαλλιών αποτελούσε φροντίδα του ανθρώπου, ενώ οι αρχαίοι τοποθετούσαν τη δύναμη της ζωής στα μαλλιά.
     Το επάγγελμα του κουρέα είναι γνωστό πριν από τον 5ο π.Χ. αι.


Ο χαλκουργός κατασκεύαζε τα χάλκινα σκεύη οικιακής χρήσης, που επονομάζονται "μπακίρια". Κατασκεύαζε τηγάνια, ταψιά, τετζερέδες, σινιά (μεγάλους δίσκους), καζάνια και άλλα. Ο ίδιος επισκεύαζε συνήθως και τα "καζάνια - αποστακτήρια" στα οποία γινόταν η απόσταξη του τσίπουρου.


Ο Τσαγκάρης - Τσαρουχάς : Σήμερα όταν λέμε τσαγκάρη, εννοούμε τον τεχνίτη που επιδιορθώνει τα παπούτσια. Παλιότερα όμως, ο τσαγκάρης τα έφτιαχνε ο ίδιος από την αρχή μετά από παραγγελίες.
    Στα Τρίκαλα υπήρχαν μεγάλα τσαγκαράδικα, όπου δούλευαν πολλοί τσαγκάρηδες, μαζί με καλφάδες (βοηθούς) και τσιράκια (μαθητευόμενους). Δούλευαν ολημερίς για να ανταποκριθούν στις παραγγελίες.
    Η κατασκευή ήταν χειροποίητη, αφού τα πάντα ήταν ραφτά ή καρφωτά. Έπαιρναν τη στάμπα του πέλματος του πελάτη, έφτιαχναν πρώτα το πάνω μέρος και ύστερα έκοβαν τη σόλα. Χρησιμοποιούσαν λεπίδια, φαλτσέτες, σουφλιά, βελόνες, κερωμένους σπάγκους, σφυριά και κυρίως τα καλαπόδια.


Δεν υπάρχουν σχόλια: